Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονώτης
μονωτικός
μόνωτος
μονώψ
μόρα
μοράζομαι
μοργᾶται
Μόργης
μόργος
μορέα
μορέω
μορία
μοριασμός
μοριαστικά
μόρινος
μόριον
μόριος
Μόριος
μοριότμητος
μορμολυκεῖον
μορμολύττομαι
View word page
μορέω
to make with pain and toil

ShortDef

to make with pain and toil

Debugging

Headword:
μορέω
Headword (normalized):
μορέω
Headword (normalized/stripped):
μορεω
IDX:
57913
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57914
Key:

Data

{'content': 'to make with pain and toil'}