Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μόνωσις
μονώτης
μονωτικός
μόνωτος
μονώψ
μόρα
μοράζομαι
μοργᾶται
Μόργης
μόργος
μορέα
μορέω
μορία
μοριασμός
μοριαστικά
μόρινος
μόριον
μόριος
Μόριος
μοριότμητος
μορμολυκεῖον
View word page
μορέα
mulberry-tree, Morus nigra

ShortDef

mulberry-tree, Morus nigra

Debugging

Headword:
μορέα
Headword (normalized):
μορέα
Headword (normalized/stripped):
μορεα
IDX:
57912
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57913
Key:

Data

{'content': 'mulberry-tree, Morus nigra'}