Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονῳδός
μόνωσις
μονώτης
μονωτικός
μόνωτος
μονώψ
μόρα
μοράζομαι
μοργᾶται
Μόργης
μόργος
μορέα
μορέω
μορία
μοριασμός
μοριαστικά
μόρινος
μόριον
μόριος
Μόριος
μοριότμητος
View word page
μόργος
body of a wicker cart

ShortDef

body of a wicker cart

Debugging

Headword:
μόργος
Headword (normalized):
μόργος
Headword (normalized/stripped):
μοργος
IDX:
57911
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57912
Key:

Data

{'content': 'body of a wicker cart'}