Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μονῳδικός
μονῳδός
μόνωσις
μονώτης
μονωτικός
μόνωτος
μονώψ
μόρα
μοράζομαι
μοργᾶται
Μόργης
μόργος
μορέα
μορέω
μορία
μοριασμός
μοριαστικά
μόρινος
μόριον
μόριος
Μόριος
View word page
Μόργης
Morgetes
ShortDef
Morgetes
Debugging
Headword:
Μόργης
Headword (normalized):
μόργης
Headword (normalized/stripped):
μοργης
IDX:
57910
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57911
Key:
Data
{'content': 'Morgetes'}