Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μονῳδία
μονῳδικός
μονῳδός
μόνωσις
μονώτης
μονωτικός
μόνωτος
μονώψ
μόρα
μοράζομαι
μοργᾶται
Μόργης
μόργος
μορέα
μορέω
μορία
μοριασμός
μοριαστικά
μόρινος
μόριον
μόριος
View word page
μοργᾶται
carry straw in a wicker cart
ShortDef
carry straw in a wicker cart
Debugging
Headword:
μοργᾶται
Headword (normalized):
μοργᾶται
Headword (normalized/stripped):
μοργαται
IDX:
57909
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57910
Key:
Data
{'content': 'carry straw in a wicker cart'}