Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονώδης
μονῳδία
μονῳδικός
μονῳδός
μόνωσις
μονώτης
μονωτικός
μόνωτος
μονώψ
μόρα
μοράζομαι
μοργᾶται
Μόργης
μόργος
μορέα
μορέω
μορία
μοριασμός
μοριαστικά
μόρινος
μόριον
View word page
μοράζομαι
to be composed, consist

ShortDef

to be composed, consist

Debugging

Headword:
μοράζομαι
Headword (normalized):
μοράζομαι
Headword (normalized/stripped):
μοραζομαι
IDX:
57908
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57909
Key:

Data

{'content': 'to be composed, consist'}