Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονόωρος
μονῳδέω
μονώδης
μονῳδία
μονῳδικός
μονῳδός
μόνωσις
μονώτης
μονωτικός
μόνωτος
μονώψ
μόρα
μοράζομαι
μοργᾶται
Μόργης
μόργος
μορέα
μορέω
μορία
μοριασμός
μοριαστικά
View word page
μονώψ
one-eyed

ShortDef

one-eyed

Debugging

Headword:
μονώψ
Headword (normalized):
μονώψ
Headword (normalized/stripped):
μονωψ
IDX:
57906
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57907
Key:

Data

{'content': 'one-eyed'}