Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονόω
μονόωρος
μονῳδέω
μονώδης
μονῳδία
μονῳδικός
μονῳδός
μόνωσις
μονώτης
μονωτικός
μόνωτος
μονώψ
μόρα
μοράζομαι
μοργᾶται
Μόργης
μόργος
μορέα
μορέω
μορία
μοριασμός
View word page
μόνωτος
victine

ShortDef

victine

Debugging

Headword:
μόνωτος
Headword (normalized):
μόνωτος
Headword (normalized/stripped):
μονωτος
IDX:
57905
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57906
Key:

Data

{'content': 'victine'}