Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονόψηφος
μονόω
μονόωρος
μονῳδέω
μονώδης
μονῳδία
μονῳδικός
μονῳδός
μόνωσις
μονώτης
μονωτικός
μόνωτος
μονώψ
μόρα
μοράζομαι
μοργᾶται
Μόργης
μόργος
μορέα
μορέω
μορία
View word page
μονωτικός
left alone, solitary

ShortDef

left alone, solitary

Debugging

Headword:
μονωτικός
Headword (normalized):
μονωτικός
Headword (normalized/stripped):
μονωτικος
IDX:
57904
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57905
Key:

Data

{'content': 'left alone, solitary'}