Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονόψαφος
μονόψηφος
μονόω
μονόωρος
μονῳδέω
μονώδης
μονῳδία
μονῳδικός
μονῳδός
μόνωσις
μονώτης
μονωτικός
μόνωτος
μονώψ
μόρα
μοράζομαι
μοργᾶται
Μόργης
μόργος
μορέα
μορέω
View word page
μονώτης
solitary

ShortDef

solitary

Debugging

Headword:
μονώτης
Headword (normalized):
μονώτης
Headword (normalized/stripped):
μονωτης
IDX:
57903
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57904
Key:

Data

{'content': 'solitary'}