Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μονόχωρος
μονόψαφος
μονόψηφος
μονόω
μονόωρος
μονῳδέω
μονώδης
μονῳδία
μονῳδικός
μονῳδός
μόνωσις
μονώτης
μονωτικός
μόνωτος
μονώψ
μόρα
μοράζομαι
μοργᾶται
Μόργης
μόργος
μορέα
View word page
μόνωσις
separation from
ShortDef
separation from
Debugging
Headword:
μόνωσις
Headword (normalized):
μόνωσις
Headword (normalized/stripped):
μονωσις
IDX:
57902
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57903
Key:
Data
{'content': 'separation from'}