Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονόχρονος
μονόχροος
μονόχωρος
μονόψαφος
μονόψηφος
μονόω
μονόωρος
μονῳδέω
μονώδης
μονῳδία
μονῳδικός
μονῳδός
μόνωσις
μονώτης
μονωτικός
μόνωτος
μονώψ
μόρα
μοράζομαι
μοργᾶται
Μόργης
View word page
μονῳδικός
of or for a μονῳδία

ShortDef

of or for a μονῳδία

Debugging

Headword:
μονῳδικός
Headword (normalized):
μονῳδικός
Headword (normalized/stripped):
μονωδικος
IDX:
57900
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57901
Key:

Data

{'content': 'of or for a μονῳδία'}