Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονοχρονέω
μονόχρονος
μονόχροος
μονόχωρος
μονόψαφος
μονόψηφος
μονόω
μονόωρος
μονῳδέω
μονώδης
μονῳδία
μονῳδικός
μονῳδός
μόνωσις
μονώτης
μονωτικός
μόνωτος
μονώψ
μόρα
μοράζομαι
μοργᾶται
View word page
μονῳδία
a monody

ShortDef

a monody

Debugging

Headword:
μονῳδία
Headword (normalized):
μονῳδία
Headword (normalized/stripped):
μονωδια
IDX:
57899
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57900
Key:

Data

{'content': 'a monody'}