Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονόχορδος
μονοχρονέω
μονόχρονος
μονόχροος
μονόχωρος
μονόψαφος
μονόψηφος
μονόω
μονόωρος
μονῳδέω
μονώδης
μονῳδία
μονῳδικός
μονῳδός
μόνωσις
μονώτης
μονωτικός
μόνωτος
μονώψ
μόρα
μοράζομαι
View word page
μονώδης
solitary

ShortDef

solitary

Debugging

Headword:
μονώδης
Headword (normalized):
μονώδης
Headword (normalized/stripped):
μονωδης
IDX:
57898
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57899
Key:

Data

{'content': 'solitary'}