Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονοχορδίζω
μονόχορδος
μονοχρονέω
μονόχρονος
μονόχροος
μονόχωρος
μονόψαφος
μονόψηφος
μονόω
μονόωρος
μονῳδέω
μονώδης
μονῳδία
μονῳδικός
μονῳδός
μόνωσις
μονώτης
μονωτικός
μόνωτος
μονώψ
μόρα
View word page
μονῳδέω
to sing a monody

ShortDef

to sing a monody

Debugging

Headword:
μονῳδέω
Headword (normalized):
μονῳδέω
Headword (normalized/stripped):
μονωδεω
IDX:
57897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57898
Key:

Data

{'content': 'to sing a monody'}