Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονοχίτων
μονοχορδίζω
μονόχορδος
μονοχρονέω
μονόχρονος
μονόχροος
μονόχωρος
μονόψαφος
μονόψηφος
μονόω
μονόωρος
μονῳδέω
μονώδης
μονῳδία
μονῳδικός
μονῳδός
μόνωσις
μονώτης
μονωτικός
μόνωτος
μονώψ
View word page
μονόωρος
within the space of one hour

ShortDef

within the space of one hour

Debugging

Headword:
μονόωρος
Headword (normalized):
μονόωρος
Headword (normalized/stripped):
μονοωρος
IDX:
57896
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57897
Key:

Data

{'content': 'within the space of one hour'}