Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονόχηλος
μονοχίτων
μονοχορδίζω
μονόχορδος
μονοχρονέω
μονόχρονος
μονόχροος
μονόχωρος
μονόψαφος
μονόψηφος
μονόω
μονόωρος
μονῳδέω
μονώδης
μονῳδία
μονῳδικός
μονῳδός
μόνωσις
μονώτης
μονωτικός
μόνωτος
View word page
μονόω
to make single

ShortDef

to make single

Debugging

Headword:
μονόω
Headword (normalized):
μονόω
Headword (normalized/stripped):
μονοω
IDX:
57895
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57896
Key:

Data

{'content': 'to make single'}