Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονοχέρια
μονόχηλος
μονοχίτων
μονοχορδίζω
μονόχορδος
μονοχρονέω
μονόχρονος
μονόχροος
μονόχωρος
μονόψαφος
μονόψηφος
μονόω
μονόωρος
μονῳδέω
μονώδης
μονῳδία
μονῳδικός
μονῳδός
μόνωσις
μονώτης
μονωτικός
View word page
μονόψηφος
voting alone

ShortDef

voting alone

Debugging

Headword:
μονόψηφος
Headword (normalized):
μονόψηφος
Headword (normalized/stripped):
μονοψηφος
IDX:
57894
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57895
Key:

Data

{'content': 'voting alone'}