Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονόχειρ
μονοχέρια
μονόχηλος
μονοχίτων
μονοχορδίζω
μονόχορδος
μονοχρονέω
μονόχρονος
μονόχροος
μονόχωρος
μονόψαφος
μονόψηφος
μονόω
μονόωρος
μονῳδέω
μονώδης
μονῳδία
μονῳδικός
μονῳδός
μόνωσις
μονώτης
View word page
μονόψαφος
alone in its verdict

ShortDef

alone in its verdict

Debugging

Headword:
μονόψαφος
Headword (normalized):
μονόψαφος
Headword (normalized/stripped):
μονοψαφος
IDX:
57893
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57894
Key:

Data

{'content': 'alone in its verdict'}