Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονοχάλινος
μονόχειρ
μονοχέρια
μονόχηλος
μονοχίτων
μονοχορδίζω
μονόχορδος
μονοχρονέω
μονόχρονος
μονόχροος
μονόχωρος
μονόψαφος
μονόψηφος
μονόω
μονόωρος
μονῳδέω
μονώδης
μονῳδία
μονῳδικός
μονῳδός
μόνωσις
View word page
μονόχωρος
isolated

ShortDef

isolated

Debugging

Headword:
μονόχωρος
Headword (normalized):
μονόχωρος
Headword (normalized/stripped):
μονοχωρος
IDX:
57892
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57893
Key:

Data

{'content': 'isolated'}