Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονόφωνος
μονοχάλινος
μονόχειρ
μονοχέρια
μονόχηλος
μονοχίτων
μονοχορδίζω
μονόχορδος
μονοχρονέω
μονόχρονος
μονόχροος
μονόχωρος
μονόψαφος
μονόψηφος
μονόω
μονόωρος
μονῳδέω
μονώδης
μονῳδία
μονῳδικός
μονῳδός
View word page
μονόχροος
of one colour

ShortDef

of one colour

Debugging

Headword:
μονόχροος
Headword (normalized):
μονόχροος
Headword (normalized/stripped):
μονοχροος
IDX:
57891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57892
Key:

Data

{'content': 'of one colour'}