Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονόφυλλος
μονόφυλος
μονόφωνος
μονοχάλινος
μονόχειρ
μονοχέρια
μονόχηλος
μονοχίτων
μονοχορδίζω
μονόχορδος
μονοχρονέω
μονόχρονος
μονόχροος
μονόχωρος
μονόψαφος
μονόψηφος
μονόω
μονόωρος
μονῳδέω
μονώδης
μονῳδία
View word page
μονοχρονέω
occupy one time-unit

ShortDef

occupy one time-unit

Debugging

Headword:
μονοχρονέω
Headword (normalized):
μονοχρονέω
Headword (normalized/stripped):
μονοχρονεω
IDX:
57889
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57890
Key:

Data

{'content': 'occupy one time-unit'}