Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μονοφυής
μονόφυλλος
μονόφυλος
μονόφωνος
μονοχάλινος
μονόχειρ
μονοχέρια
μονόχηλος
μονοχίτων
μονοχορδίζω
μονόχορδος
μονοχρονέω
μονόχρονος
μονόχροος
μονόχωρος
μονόψαφος
μονόψηφος
μονόω
μονόωρος
μονῳδέω
μονώδης
View word page
μονόχορδος
with or of but one string
ShortDef
with or of but one string
Debugging
Headword:
μονόχορδος
Headword (normalized):
μονόχορδος
Headword (normalized/stripped):
μονοχορδος
IDX:
57888
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57889
Key:
Data
{'content': 'with or of but one string'}