Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονόφρων
μονοφυής
μονόφυλλος
μονόφυλος
μονόφωνος
μονοχάλινος
μονόχειρ
μονοχέρια
μονόχηλος
μονοχίτων
μονοχορδίζω
μονόχορδος
μονοχρονέω
μονόχρονος
μονόχροος
μονόχωρος
μονόψαφος
μονόψηφος
μονόω
μονόωρος
μονῳδέω
View word page
μονοχορδίζω
measure intervals by means of the monochord

ShortDef

measure intervals by means of the monochord

Debugging

Headword:
μονοχορδίζω
Headword (normalized):
μονοχορδίζω
Headword (normalized/stripped):
μονοχορδιζω
IDX:
57887
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57888
Key:

Data

{'content': 'measure intervals by means of the monochord'}