Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μονόφορβος
μονόφρουρος
μονόφρων
μονοφυής
μονόφυλλος
μονόφυλος
μονόφωνος
μονοχάλινος
μονόχειρ
μονοχέρια
μονόχηλος
μονοχίτων
μονοχορδίζω
μονόχορδος
μονοχρονέω
μονόχρονος
μονόχροος
μονόχωρος
μονόψαφος
μονόψηφος
μονόω
View word page
μονόχηλος
solid-hoofed
ShortDef
solid-hoofed
Debugging
Headword:
μονόχηλος
Headword (normalized):
μονόχηλος
Headword (normalized/stripped):
μονοχηλος
IDX:
57885
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57886
Key:
Data
{'content': 'solid-hoofed'}