Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονόφθογγος
μονοφιλής
μονόφορβος
μονόφρουρος
μονόφρων
μονοφυής
μονόφυλλος
μονόφυλος
μονόφωνος
μονοχάλινος
μονόχειρ
μονοχέρια
μονόχηλος
μονοχίτων
μονοχορδίζω
μονόχορδος
μονοχρονέω
μονόχρονος
μονόχροος
μονόχωρος
μονόψαφος
View word page
μονόχειρ
with but one hand

ShortDef

with but one hand

Debugging

Headword:
μονόχειρ
Headword (normalized):
μονόχειρ
Headword (normalized/stripped):
μονοχειρ
IDX:
57883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57884
Key:

Data

{'content': 'with but one hand'}