Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονόφθαλμος
μονόφθογγος
μονοφιλής
μονόφορβος
μονόφρουρος
μονόφρων
μονοφυής
μονόφυλλος
μονόφυλος
μονόφωνος
μονοχάλινος
μονόχειρ
μονοχέρια
μονόχηλος
μονοχίτων
μονοχορδίζω
μονόχορδος
μονοχρονέω
μονόχρονος
μονόχροος
μονόχωρος
View word page
μονοχάλινος
with but one bridle

ShortDef

with but one bridle

Debugging

Headword:
μονοχάλινος
Headword (normalized):
μονοχάλινος
Headword (normalized/stripped):
μονοχαλινος
IDX:
57882
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57883
Key:

Data

{'content': 'with but one bridle'}