Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονόφαντος
μονόφθαλμος
μονόφθογγος
μονοφιλής
μονόφορβος
μονόφρουρος
μονόφρων
μονοφυής
μονόφυλλος
μονόφυλος
μονόφωνος
μονοχάλινος
μονόχειρ
μονοχέρια
μονόχηλος
μονοχίτων
μονοχορδίζω
μονόχορδος
μονοχρονέω
μονόχρονος
μονόχροος
View word page
μονόφωνος
with but one voice

ShortDef

with but one voice

Debugging

Headword:
μονόφωνος
Headword (normalized):
μονόφωνος
Headword (normalized/stripped):
μονοφωνος
IDX:
57881
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57882
Key:

Data

{'content': 'with but one voice'}