Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονοφαλαγγία
μονόφαντος
μονόφθαλμος
μονόφθογγος
μονοφιλής
μονόφορβος
μονόφρουρος
μονόφρων
μονοφυής
μονόφυλλος
μονόφυλος
μονόφωνος
μονοχάλινος
μονόχειρ
μονοχέρια
μονόχηλος
μονοχίτων
μονοχορδίζω
μονόχορδος
μονοχρονέω
μονόχρονος
View word page
μονόφυλος
of one tribe, race

ShortDef

of one tribe, race

Debugging

Headword:
μονόφυλος
Headword (normalized):
μονόφυλος
Headword (normalized/stripped):
μονοφυλος
IDX:
57880
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57881
Key:

Data

{'content': 'of one tribe, race'}