Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μονοφάγος
μονοφαλαγγία
μονόφαντος
μονόφθαλμος
μονόφθογγος
μονοφιλής
μονόφορβος
μονόφρουρος
μονόφρων
μονοφυής
μονόφυλλος
μονόφυλος
μονόφωνος
μονοχάλινος
μονόχειρ
μονοχέρια
μονόχηλος
μονοχίτων
μονοχορδίζω
μονόχορδος
μονοχρονέω
View word page
μονόφυλλος
one-leaved
ShortDef
one-leaved
Debugging
Headword:
μονόφυλλος
Headword (normalized):
μονόφυλλος
Headword (normalized/stripped):
μονοφυλλος
IDX:
57879
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57880
Key:
Data
{'content': 'one-leaved'}