Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονοφαγία
μονοφάγος
μονοφαλαγγία
μονόφαντος
μονόφθαλμος
μονόφθογγος
μονοφιλής
μονόφορβος
μονόφρουρος
μονόφρων
μονοφυής
μονόφυλλος
μονόφυλος
μονόφωνος
μονοχάλινος
μονόχειρ
μονοχέρια
μονόχηλος
μονοχίτων
μονοχορδίζω
μονόχορδος
View word page
μονοφυής
of single nature, single

ShortDef

of single nature, single

Debugging

Headword:
μονοφυής
Headword (normalized):
μονοφυής
Headword (normalized/stripped):
μονοφυης
IDX:
57878
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57879
Key:

Data

{'content': 'of single nature, single'}