Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονόυλος
μονουχία
μονοφαγία
μονοφάγος
μονοφαλαγγία
μονόφαντος
μονόφθαλμος
μονόφθογγος
μονοφιλής
μονόφορβος
μονόφρουρος
μονόφρων
μονοφυής
μονόφυλλος
μονόφυλος
μονόφωνος
μονοχάλινος
μονόχειρ
μονοχέρια
μονόχηλος
μονοχίτων
View word page
μονόφρουρος
watching alone, sole guardian

ShortDef

watching alone, sole guardian

Debugging

Headword:
μονόφρουρος
Headword (normalized):
μονόφρουρος
Headword (normalized/stripped):
μονοφρουρος
IDX:
57876
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57877
Key:

Data

{'content': 'watching alone, sole guardian'}