Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονούατος
μονόυλος
μονουχία
μονοφαγία
μονοφάγος
μονοφαλαγγία
μονόφαντος
μονόφθαλμος
μονόφθογγος
μονοφιλής
μονόφορβος
μονόφρουρος
μονόφρων
μονοφυής
μονόφυλλος
μονόφυλος
μονόφωνος
μονοχάλινος
μονόχειρ
μονοχέρια
μονόχηλος
View word page
μονόφορβος
grazing alone

ShortDef

grazing alone

Debugging

Headword:
μονόφορβος
Headword (normalized):
μονόφορβος
Headword (normalized/stripped):
μονοφορβος
IDX:
57875
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57876
Key:

Data

{'content': 'grazing alone'}