Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μονοτροφία
μονότροχος
μονούατος
μονόυλος
μονουχία
μονοφαγία
μονοφάγος
μονοφαλαγγία
μονόφαντος
μονόφθαλμος
μονόφθογγος
μονοφιλής
μονόφορβος
μονόφρουρος
μονόφρων
μονοφυής
μονόφυλλος
μονόφυλος
μονόφωνος
μονοχάλινος
μονόχειρ
View word page
μονόφθογγος
monophthong, single vowel
ShortDef
monophthong, single vowel
Debugging
Headword:
μονόφθογγος
Headword (normalized):
μονόφθογγος
Headword (normalized/stripped):
μονοφθογγος
IDX:
57873
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57874
Key:
Data
{'content': 'monophthong, single vowel'}