Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μονοτροφέω
μονοτροφία
μονότροχος
μονούατος
μονόυλος
μονουχία
μονοφαγία
μονοφάγος
μονοφαλαγγία
μονόφαντος
μονόφθαλμος
μονόφθογγος
μονοφιλής
μονόφορβος
μονόφρουρος
μονόφρων
μονοφυής
μονόφυλλος
μονόφυλος
μονόφωνος
μονοχάλινος
View word page
μονόφθαλμος
one-eyed
ShortDef
one-eyed
Debugging
Headword:
μονόφθαλμος
Headword (normalized):
μονόφθαλμος
Headword (normalized/stripped):
μονοφθαλμος
IDX:
57872
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57873
Key:
Data
{'content': 'one-eyed'}