Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνακαίω
ἀνακαλέω
ἀνακαλλύνω
ἀνακαλπάζω
ἀνακαλυπτήρια
ἀνακαλύπτω
ἀνακαμπή
ἀνακαμπτέον
ἀνακαμπτικός
ἀνακάμπτω
ἀνακάμψερως
ἀνακαμψίπνοος
ἀνάκαμψις
ἀνάκανθος
ἀνακάπτω
ἀνάκαρ
ἀνάκαυσις
ἀνακαχλάζω
ἀνακάχλασις
ἀνάκαψις
Ἀνάκεια
View word page
ἀνακάμψερως
a herb
ShortDef
a herb
Debugging
Headword:
ἀνακάμψερως
Headword (normalized):
ἀνακάμψερως
Headword (normalized/stripped):
ανακαμψερως
IDX:
5786
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5787
Key:
Data
{'content': 'a herb'}