Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονότονος
μονοτράπεζος
μονοτρίγλυφος
μονοτροπέω
μονοτροπία
μονότροπος
μονοτροφέω
μονοτροφία
μονότροχος
μονούατος
μονόυλος
μονουχία
μονοφαγία
μονοφάγος
μονοφαλαγγία
μονόφαντος
μονόφθαλμος
μονόφθογγος
μονοφιλής
μονόφορβος
μονόφρουρος
View word page
μονόυλος
consisting of one matter

ShortDef

consisting of one matter

Debugging

Headword:
μονόυλος
Headword (normalized):
μονόυλος
Headword (normalized/stripped):
μονουλος
IDX:
57866
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57867
Key:

Data

{'content': 'consisting of one matter'}