Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονοτονία
μονότονος
μονοτράπεζος
μονοτρίγλυφος
μονοτροπέω
μονοτροπία
μονότροπος
μονοτροφέω
μονοτροφία
μονότροχος
μονούατος
μονόυλος
μονουχία
μονοφαγία
μονοφάγος
μονοφαλαγγία
μονόφαντος
μονόφθαλμος
μονόφθογγος
μονοφιλής
μονόφορβος
View word page
μονούατος
one-eared, with one handle

ShortDef

one-eared, with one handle

Debugging

Headword:
μονούατος
Headword (normalized):
μονούατος
Headword (normalized/stripped):
μονουατος
IDX:
57865
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57866
Key:

Data

{'content': 'one-eared, with one handle'}