Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μονοτοκία
μονοτόκος
μονοτονέω
μονοτονία
μονότονος
μονοτράπεζος
μονοτρίγλυφος
μονοτροπέω
μονοτροπία
μονότροπος
μονοτροφέω
μονοτροφία
μονότροχος
μονούατος
μονόυλος
μονουχία
μονοφαγία
μονοφάγος
μονοφαλαγγία
μονόφαντος
μονόφθαλμος
View word page
μονοτροφέω
to eat but one kind of food
ShortDef
to eat but one kind of food
Debugging
Headword:
μονοτροφέω
Headword (normalized):
μονοτροφέω
Headword (normalized/stripped):
μονοτροφεω
IDX:
57862
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57863
Key:
Data
{'content': 'to eat but one kind of food'}