Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονοτοκέω
μονοτοκία
μονοτόκος
μονοτονέω
μονοτονία
μονότονος
μονοτράπεζος
μονοτρίγλυφος
μονοτροπέω
μονοτροπία
μονότροπος
μονοτροφέω
μονοτροφία
μονότροχος
μονούατος
μονόυλος
μονουχία
μονοφαγία
μονοφάγος
μονοφαλαγγία
μονόφαντος
View word page
μονότροπος
living alone, solitary

ShortDef

living alone, solitary

Debugging

Headword:
μονότροπος
Headword (normalized):
μονότροπος
Headword (normalized/stripped):
μονοτροπος
IDX:
57861
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57862
Key:

Data

{'content': 'living alone, solitary'}