Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονότεκνος
μονότης
μονοτοκέω
μονοτοκία
μονοτόκος
μονοτονέω
μονοτονία
μονότονος
μονοτράπεζος
μονοτρίγλυφος
μονοτροπέω
μονοτροπία
μονότροπος
μονοτροφέω
μονοτροφία
μονότροχος
μονούατος
μονόυλος
μονουχία
μονοφαγία
μονοφάγος
View word page
μονοτροπέω
live alone

ShortDef

live alone

Debugging

Headword:
μονοτροπέω
Headword (normalized):
μονοτροπέω
Headword (normalized/stripped):
μονοτροπεω
IDX:
57859
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57860
Key:

Data

{'content': 'live alone'}