Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονοσύστατος
μονοσχηματέω
μονοσχημάτιστος
μονόσχημος
μονοσχιδής
μονότεκνος
μονότης
μονοτοκέω
μονοτοκία
μονοτόκος
μονοτονέω
μονοτονία
μονότονος
μονοτράπεζος
μονοτρίγλυφος
μονοτροπέω
μονοτροπία
μονότροπος
μονοτροφέω
μονοτροφία
μονότροχος
View word page
μονοτονέω
to be obstinate

ShortDef

to be obstinate

Debugging

Headword:
μονοτονέω
Headword (normalized):
μονοτονέω
Headword (normalized/stripped):
μονοτονεω
IDX:
57854
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57855
Key:

Data

{'content': 'to be obstinate'}