Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μονοσύλλαβος
μονοσύστατος
μονοσχηματέω
μονοσχημάτιστος
μονόσχημος
μονοσχιδής
μονότεκνος
μονότης
μονοτοκέω
μονοτοκία
μονοτόκος
μονοτονέω
μονοτονία
μονότονος
μονοτράπεζος
μονοτρίγλυφος
μονοτροπέω
μονοτροπία
μονότροπος
μονοτροφέω
μονοτροφία
View word page
μονοτόκος
bearing but one at a time
ShortDef
bearing but one at a time
Debugging
Headword:
μονοτόκος
Headword (normalized):
μονοτόκος
Headword (normalized/stripped):
μονοτοκος
IDX:
57853
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57854
Key:
Data
{'content': 'bearing but one at a time'}