Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονοσυλλαβέω
μονοσυλλαβία
μονοσύλλαβος
μονοσύστατος
μονοσχηματέω
μονοσχημάτιστος
μονόσχημος
μονοσχιδής
μονότεκνος
μονότης
μονοτοκέω
μονοτοκία
μονοτόκος
μονοτονέω
μονοτονία
μονότονος
μονοτράπεζος
μονοτρίγλυφος
μονοτροπέω
μονοτροπία
μονότροπος
View word page
μονοτοκέω
bear but one at a time

ShortDef

bear but one at a time

Debugging

Headword:
μονοτοκέω
Headword (normalized):
μονοτοκέω
Headword (normalized/stripped):
μονοτοκεω
IDX:
57851
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57852
Key:

Data

{'content': 'bear but one at a time'}