Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονοστόρθυγξ
μονόστροφος
μονοσυλλαβέω
μονοσυλλαβία
μονοσύλλαβος
μονοσύστατος
μονοσχηματέω
μονοσχημάτιστος
μονόσχημος
μονοσχιδής
μονότεκνος
μονότης
μονοτοκέω
μονοτοκία
μονοτόκος
μονοτονέω
μονοτονία
μονότονος
μονοτράπεζος
μονοτρίγλυφος
μονοτροπέω
View word page
μονότεκνος
with but one child

ShortDef

with but one child

Debugging

Headword:
μονότεκνος
Headword (normalized):
μονότεκνος
Headword (normalized/stripped):
μονοτεκνος
IDX:
57849
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57850
Key:

Data

{'content': 'with but one child'}