Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνακαινόω
ἀνακαίνωσις
ἀνακαίω
ἀνακαλέω
ἀνακαλλύνω
ἀνακαλπάζω
ἀνακαλυπτήρια
ἀνακαλύπτω
ἀνακαμπή
ἀνακαμπτέον
ἀνακαμπτικός
ἀνακάμπτω
ἀνακάμψερως
ἀνακαμψίπνοος
ἀνάκαμψις
ἀνάκανθος
ἀνακάπτω
ἀνάκαρ
ἀνάκαυσις
ἀνακαχλάζω
ἀνακάχλασις
View word page
ἀνακαμπτικός
returning

ShortDef

returning

Debugging

Headword:
ἀνακαμπτικός
Headword (normalized):
ἀνακαμπτικός
Headword (normalized/stripped):
ανακαμπτικος
IDX:
5784
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5785
Key:

Data

{'content': 'returning'}