Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονόστοιχος
μονόστολος
μονόστομος
μονοστόρθυγξ
μονόστροφος
μονοσυλλαβέω
μονοσυλλαβία
μονοσύλλαβος
μονοσύστατος
μονοσχηματέω
μονοσχημάτιστος
μονόσχημος
μονοσχιδής
μονότεκνος
μονότης
μονοτοκέω
μονοτοκία
μονοτόκος
μονοτονέω
μονοτονία
μονότονος
View word page
μονοσχημάτιστος
of but one form

ShortDef

of but one form

Debugging

Headword:
μονοσχημάτιστος
Headword (normalized):
μονοσχημάτιστος
Headword (normalized/stripped):
μονοσχηματιστος
IDX:
57846
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57847
Key:

Data

{'content': 'of but one form'}