Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονόστιχος
μονόστοιχος
μονόστολος
μονόστομος
μονοστόρθυγξ
μονόστροφος
μονοσυλλαβέω
μονοσυλλαβία
μονοσύλλαβος
μονοσύστατος
μονοσχηματέω
μονοσχημάτιστος
μονόσχημος
μονοσχιδής
μονότεκνος
μονότης
μονοτοκέω
μονοτοκία
μονοτόκος
μονοτονέω
μονοτονία
View word page
μονοσχηματέω
to be in simple aspect

ShortDef

to be in simple aspect

Debugging

Headword:
μονοσχηματέω
Headword (normalized):
μονοσχηματέω
Headword (normalized/stripped):
μονοσχηματεω
IDX:
57845
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57846
Key:

Data

{'content': 'to be in simple aspect'}