Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μονοστιβής
μονόστιχος
μονόστοιχος
μονόστολος
μονόστομος
μονοστόρθυγξ
μονόστροφος
μονοσυλλαβέω
μονοσυλλαβία
μονοσύλλαβος
μονοσύστατος
μονοσχηματέω
μονοσχημάτιστος
μονόσχημος
μονοσχιδής
μονότεκνος
μονότης
μονοτοκέω
μονοτοκία
μονοτόκος
μονοτονέω
View word page
μονοσύστατος
existing only while it is being practised
ShortDef
existing only while it is being practised
Debugging
Headword:
μονοσύστατος
Headword (normalized):
μονοσύστατος
Headword (normalized/stripped):
μονοσυστατος
IDX:
57844
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57845
Key:
Data
{'content': 'existing only while it is being practised'}