Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονοστέφανος
μονοστιβής
μονόστιχος
μονόστοιχος
μονόστολος
μονόστομος
μονοστόρθυγξ
μονόστροφος
μονοσυλλαβέω
μονοσυλλαβία
μονοσύλλαβος
μονοσύστατος
μονοσχηματέω
μονοσχημάτιστος
μονόσχημος
μονοσχιδής
μονότεκνος
μονότης
μονοτοκέω
μονοτοκία
μονοτόκος
View word page
μονοσύλλαβος
of one syllable, dealing in monosyllables

ShortDef

of one syllable, dealing in monosyllables

Debugging

Headword:
μονοσύλλαβος
Headword (normalized):
μονοσύλλαβος
Headword (normalized/stripped):
μονοσυλλαβος
IDX:
57843
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57844
Key:

Data

{'content': 'of one syllable, dealing in monosyllables'}